- υποδιαιρούμαι
- υποδιαιρούμαι, υποδιαιρέθηκα, υποδιαιρεμένος βλ. πίν. 77
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
υποδιαιρώ — ὑποδιαιρῶ, έω, ΝΑ διαιρώ τμήμα ή τμήματα ενός όλου σε μικρότερα μέρη νεοελλ. 1. (γενικά) διαιρώ, διαχωρίζω 2. (μέσ. και παθ.) υποδιαιρούμαι χωρίζομαι σε μικρότερα τμήματα ή απαρτίζομαι από μικρότερα μέρη (α. «το γένος υποδιαιρείται σε είδη» β. «ο … Dictionary of Greek
υποδιαιρώ — υποδιαίρεσα, υποδιαιρέθηκα, υποδιαιρεμένος 1. διαιρώ τμήμα ή τμήματα σε ακόμη μικρότερα μέρη: Υποδιαιρώ μέτρο σε εκατοστά. 2. διαιρώ, διαχωρίζω: Υποδιαιρώ την τρίτη τάξη του σχολείου σε τρία τμήματα. 3. το μέσ. και παθ., υποδιαιρούμαι χωρίζομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)